Παρατίθεται κατωτέρω απόσπασμα της υπ.αρ. 247/2016 απόφασης του Αρείου Πάγου, δημοσιευμένης στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ.
«….Με το ν.δ. 4421/1964 κυρώθηκε η από 20.6.1956 διεθνής Πολυμερής Σύμβαση της Νέας Υόρκης "Περί διεκδικήσεως διατροφής στην αλλοδαπή" (εφεξής Σύμβαση). Σύμφωνα με το άρθρο 1 σκοπός της σύμβασης αυτής, είναι να διευκολύνει την διεκδίκηση διατροφής όταν ο δικαιούχος και ο υπόχρεος βρίσκονται στην επικράτεια διαφορετικών συμβαλλομένων κρατών, μέσω των αντίστοιχων "Αντιπροσωπειών Διαβίβασης και Λήψης" της αίτησης και των σχετικών εγγράφων. Στο άρθρο 5 της σύμβασης ορίζονται οι επιβεβλημένες ενέργειες της "Αντιπροσωπείας Διαβίβασης" και στο άρθρο 6 οι αρμοδιότητες της "Αντιπροσωπείας Λήψης", η οποία πρέπει μέσα στα πλαίσια της εξουσιοδότησης να λαμβάνει για λογαριασμό του δικαιούχου όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα για την επιδίωξη της διατροφής, μεταξύ των οποίων ο διακανονισμός της αξίωσης και, όταν είναι αναγκαίο, η έγερση αγωγής, η διεξαγωγή της δίκης και η εκτέλεση της επιταγής προς πληρωμή. Με την παρ. 3 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι εφαρμοστέο δίκαιο αναφορικά με τα ζητήματα που ανακύπτουν σε οποιαδήποτε δικαστική ενέργεια ή διαδικασία είναι το δίκαιο του κράτους του υπόχρεου. Δυνάμει δε του υπ αρ. ... 9.11.1966 εγγράφου της Διεύθυνσης Διοικητικού του Υπουργείου Εξωτερικών ως "Αντιπροσωπεία Λήψης" για την Ελλάδα ορίστηκε το Υπουργείο Δικαιοσύνης, το οποίο δια του υπουργού ασκεί τις παραπάνω ενέργειες. Η εν λόγω Σύμβαση καθιερώνει, όπως προκύπτει από το περιεχόμενό της, ένα διεθνές σύστημα συνεργασίας διοικητικών αρχών και δεν πρόκειται για σύμβαση που θεσπίζει κανόνες αναγνώρισης και εκτέλεσης αλλοδαπών αποφάσεων. Όπως δε συνάγεται από το γράμμα και το πνεύμα των διατάξεών της η Σύμβαση, λόγω του ανθρωπιστικού σκοπού της, έχει δημιουργήσει ένα πλέγμα διατάξεων και ένα μηχανισμό άμεσης και αποτελεσματικής διεκδίκησης των αξιώσεων διατροφής στην αλλοδαπή. Ουσιώδεις και καίριες έννοιες, κατά τη Σύμβαση, είναι αυτές της Αντιπροσωπείας Διαβίβασης και της Αρχής Λήψης, έτσι ώστε να απαλλάσσεται ο ίδιος ο "εν χρεία ευρισκόμενος" δικαιούχος από κάθε πρόσθετη ταλαιπωρία και επιβάρυνση (βλ σχ. Εισαγωγή της Σύμβασης). Η δε διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 1 της Σύμβασης υποδηλώνει ότι ο σκοπός είναι η μέγιστη δυνατή παροχή μέτρων και μέσων προστασίας και επίλυσης των αναφυομένων προβλημάτων. Ενόψει των ανωτέρω, είναι σαφές ότι το πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης δεν ταυτίζεται και δεν τίθεται θέμα σύγκρουσής της με τις διατάξεις των άρθρων 32 επ. του Κανονισμού 44/2001/ΕΚ "για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις", (εφεξής "Κανονισμός"), ο οποίος αντικατέστησε την προϊσχύσασα "Σύμβαση των Βρυξελλών" και ισχύει από την 1.3.2002. Είναι, επομένως, νοητή η συνδυαστική-συμπληρωματική εφαρμογή της Σύμβασης και του Κανονισμού. Έτσι, ο δικαιούχος διατροφής, ο οποίος ευρίσκεται στο έδαφος Κράτους-Μέλους της Ε.Ε., όπου ισχύει η παραπάνω Σύμβαση, και πέτυχε την έκδοση εκτελεστής απόφασης από δικαστήριο αυτού του Κράτους-Μέλους, δύναται να υποβάλει στην "Αντιπροσωπεία Διαβίβασης" του τελευταίου αίτηση με περιεχόμενο την εκτέλεση της απόφασης σε άλλο Κράτος- Μέλος, συμβαλλόμενο, ομοίως, μέρος στην ανωτέρω Σύμβαση, όπου κατοικεί ο υπόχρεος. Η "Αντιπροσωπεία Διαβίβασης" του πρώτου Κράτους-Μέλους διαβιβάζει την αίτηση στην "Αντιπροσωπεία Λήψης" του δεύτερου Κράτους-Μέλους, η οποία, ενεργώντας στο όνομα και για λογαριασμό του δικαιούχου, ασκεί την αίτηση του άρθρου 38 παρ. 1 του Κανονισμού (βλ. τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 3 και 6 παρ. 1 της Σύμβασης). Στην ως άνω περίπτωση, αιτών παραμένει ο δικαιούχος της διατροφής, η δε "Αντιπροσωπεία Λήψης", η οποία ενεργεί, ως προελέχθη, στο όνομα και για λογαριασμό του, δεν αποκτά την ιδιότητα της αιτούσας, ούτε θεωρείται ως τρίτη κατ` εξαίρεση νομιμοποιούμενη προς υποβολή της αίτησης διάδικος, αφού η Σύμβαση δεν περιέχει ρητή σχετική πρόβλεψη. Αντίθετο πόρισμα θα καθιστούσε άνευ αντικειμένου τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 3, 9 παρ. 1 και 2 της Σύμβασης. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα (Ολ ΑΠ 4/2005), η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ ΑΠ 7/2006). Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 10/2/2011 αίτηση ο Υπουργός Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ενεργώντας στο όνομα και για λογαριασμό της ….. (ως ασκούσας την επιμέλεια του ανήλικου τέκνου της …..), και του …., ζήτησε να κηρυχθεί εκτελεστή η από 14/7/2004 απόφαση του Δικαστηρίου της Χάγης της Ολλανδίας, με την οποία επιδικάσθηκε διατροφή σε βάρος του (έλληνα υπηκόου και κατοίκου Ελλάδος) ….. υπέρ των ως άνω τέκνων του …. και …..., κατοίκων .... Το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε, όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, την ανωτέρω αίτηση ως απαράδεκτη, λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης, διότι, (όπως έκρινε), κατά τις διατάξεις του εφαρμοστέου στην προκείμενη περίπτωση Κανονισμού (44/2001/ΕΚ) αυτή πρέπει να ασκηθεί από τους δικαιούχους της διατροφής και όχι από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, η νομιμοποίηση του οποίου είναι περιορισμένη μόνον στο πλαίσιο του συστήματος που καθιερώνει η προαναφερθείσα Πολυμερής Σύμβαση της Νέας Υόρκης για τη διεκδίκηση διατροφής στην αλλοδαπή, η οποία όμως δεν εφαρμόζεται στις σχέσεις μεταξύ Ελλάδος και Ολλανδίας, λόγω της ιδιότητας αμφοτέρων των χωρών ως μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έτσι που έκρινε το Εφετείο παραβίασε, με εσφαλμένη μη εφαρμογή, τις προαναφερθείσες διατάξεις της από 20.6.1956 διεθνούς Πολυμερούς Σύμβασης της Νέας Υόρκης "Περί διεκδικήσεως διατροφής στην αλλοδαπή". Τούτο διότι, όπως προεκτέθηκε, είναι νοητή η συνδυαστική-συμπληρωματική εφαρμογή της Σύμβασης και του Κανονισμού και κατά συνέπεια παραδεκτά ασκήθηκε από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στο όνομα και για λογαριασμό των ως άνω δικαιούχων διατροφής, η ένδικη αίτηση (του άρθρου 38 παρ. 1 του Κανονισμού) κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 5 παρ. 3 και 6 παρ. 1 της Σύμβασης. Είναι, συνεπώς, βάσιμος ο σχετικός μοναδικός λόγος, από τον αριθ.1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, για περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση...»
Στεφανία Σουλή
Δικηγόρος- Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια
http://www.stefaniasouli.gr/prophil/