Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Διατυπώσεις κλήσης για ένορκη βεβαίωση πριν και μετά την έναρξη ισχύος του Ν.4335/2015




Παρατίθεται κατωτέρω απόσπασμα της υπ.αρ. 1318/2016 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δημοσιευμένης στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ 

«…Με το άρθρο 1, άρθρο δεύτερο ν. 4335/2015 («Εφαρμοστέα μέτρα ν. 4334/2015: Τροποποιήσεις ΚΠολΔ/Πιστωτικά ιδρύματα κ.λπ.» - ΦΕΚ Α' 37/23.07.2015) προστίθενται οι νέες διατάξεις των άρθρων 421- 424 ΚΠολΔ, με τις οποίες επιφέρονται εκτεταμένες·μεταβολές στο δίκαιο των ένορκων βεβαιώσεων. Συγκεκριμένα, οι παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρ. 237 και 591 ΚΠολΔ, όπως οι τελευταίες τροποποιήθηκαν, αντίστοιχα, με το άρθρο 1, άρθρο δεύτερο § 2 ν. 4335/2015 και τα άρθρα 1, άρθρο τέταρτο του ίδιου νόμου, προβλέπουν, τους εξής όρους του υποστατού/παραδεκτού της ένορκης βεβαίωσης: (α) Κλήτευση του αντιδίκου με επιμέλεια του διαδίκου που επισπεύδει την λήψη ένορκης βεβαίωσης, (β) τήρηση προθεσμίας κλήτευσης·δύο εργάσιμων ημερών πριν την προσδιορισμένη από τον επισπεύδοντα διάδικο ημερομηνία λήψης της ένορκης βεβαίωσης, (γ) Πλήρες περιεχόμενο κλήσης σύμφωνα με το νέο άρθρ. 422 § 1 ΚΠολΔ, το οποίο να διαλαμβάνει την ημερομηνία και ώρα λήψης, το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του συμβολαιογράφου ή αναφορά στον ειρηνοδίκη ενώπιον του οποίου θα λάβει χώρα. Την αγωγή (ή ένδικο βοήθημα ή μέσο), που αφορά η βεβαίωση, το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και τη διεύθυνση της κατοικίας του μάρτυρα, (δ) Λήψη μέχρι πέντε τον αριθμό ένορκων βεβαιώσεων ενώπιον (τουλάχιστον λειτουργικά) αρμόδιου οργάνου (ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου), (ε) Ιδιότητα μάρτυρα (τρίτο πρόσωπο ως προς τους διαδίκους, ικανό και μη εξαιρεθέν), (στ). Ορκοδοσία και (ζ) Εμπρόθεσμη υποβολή της βεβαίωσης με τις προτάσεις. Ειδικά, αναφορικά με το κατά Νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της κλήσης, η νέα νομοθετική ρύθμιση απαιτεί τα όσα προβλέπονταν και υπό το προηγούμενο δίκαιο (ήτοι την ημερομηνία και ώρα λήψης, καθώς και το όνομα του συμβολαιογράφου ή το ειρηνοδικείο - ΑΠ 1589/1995 ΕλλΔνη 1998. 624, ΑΠ 559/1983 ΕΕΝ 1984. 110), με μία σημαντική όμως διαφοροποίηση, δηλαδή την καθιέρωση υποχρέωσης γνωστοποίησης και των στοιχείων του μάρτυρα (ονοματεπώνυμο, επάγγελμα και διεύθυνση κατοικίας), η οποία δεν ήταν απαραίτητη σύμφωνα με το προϊσχύον δίκαιο (ΑΠ 1901/2009 ΕφΑΔ 2010. 445, ΑΠ 197/ 2000 ΕλλΔνη 2000. 1311, ΑΠ 120/1992 ΕΕργΔ 1993. 1079, ΕφΛ 20/2012, ΕφΛ 193/2005, ΕφΘ 2019/2005 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Αν δεν πληρούται κάποιος από τους ανωτέρω όρους (ή δεν αναφέρονται στην κλήση τα λοιπά   στοιχεία του άρθρ. 118 ΚΠολΔ), η ένορκη βεβαίωση είναι ανυπόστατη (στην περίπτωση ζ απαράδεκτη) σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 424 ΚΠολΔ και δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε καν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων [βλ. υπό το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς ΟλΑΠ 20/2004 ΕλλΔνη 2004. 132, ΟΛΑΠ 167/2003 ΝοΒ 2004. 1169, ΑΠ 1237/2013, ΑΠ 381/2010 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1707/2009 ΕφΑΔ 2010. 356, ΑΠ 1408/2003 ΝοΒ 2004. 572, ΑΠ 15/2003 ΝοΒ 2004. 1169 (πγ. νμλγ.), Βλ. επίσης Π, Γιαννόπουλο, Οι  ένορκες βεβαιώσεις ως αποδεικτικό μέσο στην πολιτική δίκη, 2005, σ. 146 επ., τον ίδιο, γνμδ., Αρμ 2015. 354 επ. 355, όπου στη σημ. 2 και περαιτέρω παραπομπές στη θεωρία]. Οι νέες διατάξεις για τις ένορκες βεβαιώσεις δεν υπάγονται σε ειδική μεταβατική διάταξη του σχετικού άρθρου ένατου ν. 4335/3015. Από τη γενική αρχή του διαχρονικού δικαίου που έχει εισαγάγει η διάταξη του άρθρου 21 εδ. β' ΕισΝΚΠολΔ (ΑΠ 1054/1974 ΝοΒ 1975. 622), σύμφωνα με την οποία «διαδικαστικές πράξεις απόδειξης που έγιναν κατά τις διατάξεις του δικαίου, που ίσχυε πριν οπό την εισαγωγή του ΚΠολΔ, κρίνονται κατά το δίκαιο αυτό», συνάγεται ότι διαδικαστικές πράξεις περί απόδειξης (π.χ. κλήσεις για ένορκες βεβαιώσεις και ένορκες βεβαιώσεις), που πραγματοποιήθηκαν πριν από την εν γένει ισχύ του νέου δικαίου (άρθρο 1 άρθρο ένατο § 4 ν. 4335/2015), δηλαδή πριν από την 01.01.2016, διέπονται από το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς, ενώ όσες πραγματοποιούνται μετά την 01.01.2016 διέπονται από τις ρυθμίσεις του ν. 4335/2015, ακόμη και αν οι σχετικές αγωγές, ένδικα βοηθήματα ή ένδικα μέσα ασκήθηκαν πριν από την 01.01.2016. Η ερμηνεία αυτή βρίσκει επαρκές έρεισμα στη διατύπωση του άρθρου 1 άρθρου ενάτου § 1 ν. 4335/ 2015, σύμφωνα με την οποία τα άρθρα 237, 238 ΚΠολΔ και μόνον εφαρμόζονται στις αγωγές που ασκούνται μετά την 01.01.2016. Ως εκ τούτου, η κλήση για τη λήψη ένορκης βεβαίωσης που επιδίδεται μετά την 01.01.2016 πρέπει να περιέχει τα στοιχεία του άρθρου 422 ΚΠολΔ, έστω και αν λαμβάνεται στο πλαίσιο αγωγής που είχε ασκηθεί πριν την 01.01.2016 (πρβλ. Π. Γιαννόπουλος/ Χ. Τριανταφυλλίδης, Οι τροποποιήσεις του ν. 4335/2015 στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας στο πεδίο του δικαίου της απόδειξης, ΕλλΔνη 2016. 665 - άλλως Χ. Απαλαγάκη, Συστηματική παρουσίαση των βασικών τροποποιήσεων του ΚΠολΔ από το ν. 4335/2015. σ. 34, η οποία υποστηρίζει ότι οι νέες ρυθμίσεις ως προς τις ένορκες βεβαιώσεις εφαρμόζονται μόνον για όσες αγωγές ασκηθούν μετά την 01.01.2016). Αντιθέτως, οι επιδοθείσες πριν από την 01.01.2016 κλήσεις για ένορκες βεβαιώσεις, ως ειδικότερες διαδικαστικές πράξεις περί απόδειξης, κρίνονται ως προς τη νομιμότητά τους με βάση το προϊσχύον του ν. 4335/ 2015 νομοθετικό καθεστώς, ακόμη και στην περίπτωση εκείνη που η ένορκη βεβαίωση ελήφθη μετά την 01.01.2016. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, σύμφωνα με την οποία η νομιμότητα της επιδοθείσας πριν από την 01.01.2016 κλήσης για ένορκη βεβαίωση, θα κριθεί αδιακρίτως σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4335/2015, εφόσον η ένορκη βεβαίωση λήφθηκε μετά την 01.01.2016 (πρβλ. Β. Χατζηιωάννου, σχόλιο στην ΑΠ 638/2015 ΝοΒ 2015. 2259), δεν μπορεί να γίνει δεκτή, καθώς, στην περίπτωση που η κλήση δεν περιέχει τα αναγκαία στοιχεία του νέου άρθρου 422 ΚΠολΔ, αποστερεί ανεπιεικώς τον διάδικο από το αποδεικτικό μέσο της ένορκης βεβαίωσης, αν και κατά τον χρόνο επίδοσης της κλήσης δεν ίσχυαν οι διατάξεις του ν. 4335/2016, αλλά του παλαιού ΚΠολΔ (άρθρ. 270 § 2 εδ. γ' και δ΄), επεκτείνοντας ανεπίτρεπτα την κανονιστική εμβέλεια των νέων διατάξεων και προ της 01.01.2016 και παραβλέποντας ότι οι ιδιαίτερες διαδικαστικές πράξεις περί απόδειξης ρυθμίζονται από τις διατάξεις του νόμου του ισχύοντος κατά τον χρόνο διενέργειας αυτών (ΑΠ 811/1974 ΝοΒ 1975. 339…»





Στεφανία Σουλή
Δικηγόρος- Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια 

http://www.stefaniasouli.gr/prophil/ 


Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Είσοδος σκύλου σε αυτοκινητόδρομο και πρόκληση τροχαίου ατυχήματος. Ποιος φέρει ευθύνη για αποζημίωση.

Παρατίθεται κατωτέρω απόσπασμα της υπ.αρ. 75/2016 απόφασης του Ειρηνοδικείου Λαρίσης, δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ.  "… Με το περιεχόμενο αυτό η αγωγή, παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο αυτό, το οποίο είναι αρμόδιο καθ` ύλη και κατά τόπο αρθρ. 14 παρ. 1, 22 Κ.Πολ.Δ.), κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία και η οποία είναι ορισμένη, (αρθρ. 11 παρ. 2, 118 αρ. 4 και 216 ΚΠολΔ), περιέχουσα τα κατά νόμο στοιχεία για τον προσδιορισμό του είδους και του ύψους των αιτημάτων της, απορριπτομένου κάθε περί αντιθέτου ισχυρισμού της εναγομένης. Επίσης, απορριπτέα τυγχάνει η ένσταση έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης της εναγομένης στην άσκηση της κρινόμενης αγωγής και συνακολούθως και η ένσταση αναρμοδιότητας του παρόντος Δικαστηρίου, με τον ισχυρισμό ότι υπόχρεος προς αποζημίωση του ενάγοντος είναι ο Δήμος Κ., εντός των ορίων του οποίου έλαβε χώρα το επίδικο ατύχημα, αφού ο τελευταίος είναι υπόχρεος για την περισυλλογή και απομάκρυνση αδέσποτων ζώων

Καταγγελία μίσθωσης κατοικίας για σπουδαίο λόγο

Παρατίθεται κατωτέρω απόσπασμα της υπ.αρ. 1030/2015 απόφασης του Αρείου Πάγου, δημοσιευμένης στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ.  «… Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 281, 288, 588, 672, 752 και 766 του Α.Κ., συνάγεται η γενική αρχή του δικαίου, κατά την οποία επιτρέπεται σε κάθε περίπτωση να καταγγελθεί μία διαρκής έννομη σχέση, όπως είναι και η   μίσθωση κατοικίας, για σπουδαίο λόγο. Ως σπουδαίος λόγος θεωρείται κάθε περιστατικό που, κατά την καλή πίστη σε συνδυασμό με το σύνολο των περιστάσεων που συντρέχουν στη συγκεκριμένη περίπτωση, συντελεί ώστε να μην είναι πλέον ανεκτή η διατήρηση της ενοχικής σχέσης έως τον χρόνο της λήξης της. Μη ανεκτή είναι η συνέχισή της και όταν, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, γίνεται υπέρμετρα δυσβάστακτη είτε για τα δύο μέρη είτε για το ένα μόνο από αυτά, όπως συμβαίνει σε περίπτωση που επήλθε ουσιώδης μεταβολή των προσωπικών ή περιουσιακών σχέσεων αμφοτέρων των μερών ή του ενός μέρους, ανεξαρτήτως της συνδρομής ή

Έννοια κατοικίας. Επίδοση διαταγής πληρωμής σε μη νόμιμη διεύθυνση

Παρατίθεται κατωτέρω απόσπασμα της υπ.αρ. 298/2012 απόφασης του Εφετείου Πειραιά, δημοσιευμένη στην τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ. «… Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 51 ΑΚ, με την οποία ορίζεται ότι, «το πρόσωπο έχει κατοικία τον τόπο της κυρίας και μόνιμης εγκατάστασης του. Κανένας δεν μπορεί να έχει συγχρόνως περισσότερες από μια κατοικίες. Για τις υποθέσεις που αναφέρονται στην άσκηση του επαγγέλματος λογίζεται ως ειδική κατοικία του προσώπου ο τόπος όπου ασκεί το επάγγελμά του  του», κατοικία είναι ο τόπος όπου το πρόσωπο έχει την κύρια και μόνιμη εγκατάσταση του, ο τόπος δηλαδή που έχει καταστεί, σύμφωνα με τη βούλησή του, το σταθερό κέντρο των βιοτικών του εν γένει σχέσεων και καθίσταται έτσι στοιχείο της εξατομίκευσης του (βλ. Γεωργιάδη - Σταθόπουλου Α.Κ 1ος τομ. σελ 87), διατηρείται δε αυτή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 52 ΑΚ, ωσότου αποκτηθεί νέα. Από την ουσιαστικού δικαίου πρώτη των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι η έννοια της κατοικίας είναι νομική και