Παρατίθεται κατωτέρω απόσπασμα της υπ.αρ.
5/2017
απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αγρινίου,
δημοσιευμένης στα Τράπεζα
Νομικών Πληροφοριών του
ΔΣΑ.
«… Σύμφωνα με τη διάταξη
του άρθρου 23 παρ. 1 ΑΚ, οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για τη σύσταση της
υιοθεσίας, η οποία περιέχει στοιχεία αλλοδαπότητας ως προς τα υποκείμενα αυτής, ρυθμίζονται από το
δίκαιο της ιθαγένειας του κάθε μέρους (ΑΠ 2084/2009). Από τη διάταξη αυτή
συνάγεται ότι σε περίπτωση που ο υιοθετών και ο υιοθετούμενος έχουν διαφορετική ιθαγένεια,
για τον καθορισμό των ουσιαστικών προϋποθέσεων της υιοθεσίας, εφαρμόζεται για
τον καθένα το δίκαιο της δικής του ιθαγενείας (επιμεριστικό σύστημα), με την
επιφύλαξη ότι οι εφαρμοστέες διατάξεις του αλλοδαπού δικαίου δεν προσκρούουν
στα ημεδαπά χρηστά ήθη ή τη δημοσιά τάξη, κατ' εφαρμογή του άρθρου 33 ΑΚ (ΠΠΡ
ΘΕΣΣ 1453/2007). Περαιτέρω, κατά το
Βουλγαρικό δίκαιο, η υιοθεσία ρυθμίζεται από τον Οικογενειακό Κώδικα του 2009,
ο οποίος τροποποίησε τον Βουλγαρικό Κώδικα περί οικογένειας της 18ης Μαΐου
1985, όπως αυτός ίσχυσε μετά την τελευταία τροποποίηση του 2007. Ειδικότερα, ο
Βουλγαρικός Οικογενειακός Κώδικας, προβλέπει δύο είδη υιοθεσίας α) την απλή και
β) την πλήρη, στην περίπτωση του ο υιοθετούμενος είναι τέκνο αγνώστων γονέων ή
οι γονείς του έχουν προηγουμένως συναινέσει στην πλήρη υιοθεσία ή έχουν
εγκαταλείψει το τέκνο τους σε ίδρυμα και δεν το έχουν αναζητήσει επί έξι μήνες
από τότε που θα έπρεπε να το έχουν παραλάβει από το ίδρυμα σύμφωνα με το Νόμο
περί Προστασίας των Τέκνων (όρθρο 100 παρ. 1). Η πλήρης υιοθεσία δημιουργεί
μεταξύ του υιοθετούμενου και των κατιόντων του αφενός και του υιοθετούντος και των συγγενών του αφετέρου, νομικό καθεστώς
όμοιο με εκείνο που υφίσταται μεταξύ ενός τέκνου και των εξ αίματος συγγενών
του, ενώ τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του υιοθετουμένου και των κατιόντων
του έναντι των εξ αίματος συγγενών του διακόπτονται (άρθρο 101 του Βουλγαρικού
Οικογενειακού Κώδικα). Η απλή υιοθεσία δημιουργεί σχέσεις συγγένειας μόνο
μεταξύ του υιοθετούντος και του υιοθετούμενου και των κατιόντων του
τελευταίου, ενώ τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του υιοθετούμενου και των
κατιόντων του έναντι των εξ αίματος συγγενών του παραμένουν (άρθρο 102 του ως
άνω Κώδικα). Ωστόσο, στην Ελλάδα ο θεσμός της υιοθεσίας ανηλίκων αποτελεί
κοινωνικό θεσμό πρόνοιας, με αποστολή τη βελτίωση της θέσης των υιοθετούμενων
παιδιών, την παροχή δυνατότητας ομαλής ψυχοπνευματικής ανάπτυξής τους σε ένα υγιές κοινωνικό
περιβάλλον, με πλήρως διασφαλισμένα τα δικαιώματα και τα συμφέροντα τους και
την ενσωμάτωσή τους σε μια οικογένεια, η οποία, από την άποψη των εννόμων
συνεπειών, δεν διαφέρει από την πραγματική οικογένεια, στην υποκατάσταση της
οποίας αποβλέπει. Για το λόγο αυτό, βάσει του άρθρου 1561 ΑΚ, το οποίο
καθορίζει τις συνέπειες τέλεσης της υιοθεσίας ανηλίκων, το ανήλικο θετό τέκνο
εξομοιώνεται πλήρως με γνήσιο κατιόντα του θετού γονέα, εντάσσεται στην
οικογένεια του τελευταίου, έχοντας έναντι του θετού γονέα και των συγγενών του
όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τέκνου γεννημένου σε γάμο και ταυτόχρονα
διακόπτονται οι δεσμοί του με τη φυσική του οικογένεια. Κατ' ακολουθία των
ανωτέρω, εφόσον στην ελληνική έννομη τάξη αναγνωρίζεται μόνον η πλήρης υιοθεσία
ανηλίκων (Φουντεδάκη, Υιοθεσία, έκδ. 1998, σελ. 45 -
46, Βαθρακοκοίλη, ΕρΝομΑΚ, τ. Ε', έκδ. 2004, υπ’ αρθ. 1561, αρ. 2), η
προαναφερθείσα διάταξη του Βουλγαρικού Οικογενειακού Κώδικα περί απλής
υιοθεσίας δεν εναρμονίζεται προς τον κρατούντα βιοτικό ρυθμό στην Ελλάδα και
δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής, διότι προσκρούει ευθέως στην ελληνική δημόσια
τάξη (ΠΠΡ ΑΘ 1313/2006). Αντ’ αυτής, εφαρμόζονται για τη ρύθμιση της βιοτικής
σχέσης, που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της, άλλοι ανάλογα με την περίπτωση,
κατάλληλοι κανόνες της ίδιας lex causae και ελλείψει αυτών, κανόνες της lex fori (ΠΠΡ ΘΕΣΣ 1453/2007). Περαιτέρω, κατά τα
οριζόμενα στο Βουλγαρικό δίκαιο: 1) επιτρέπεται μόνον η υιοθεσία ανηλίκων,
δηλαδή προσώπων που: δεν έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους (όρθρο
77 παρ, 1 Βουλγαρικού Οικογενειακού Κώδικα), 2) μεταξύ υιοθετούντος και υιοθετούμενου τέκνου πρέπει να υπάρχει
διαφορά ηλικίας τουλάχιστον 15 ετών (άρθρο 79) εκτός εάν ένας των συζύγων
υιοθετεί το βιολογικό τέκνο του άλλου ή το τέκνο υιοθετηθεί συγχρόνως ή
διαδοχικώς από συζύγους και σ ένας από αυτούς έχει τη νόμιμη διαφορά ηλικίας,
3) η υιοθεσία τελείται με (δικαστική απόφαση και επιτρέπεται μόνον αν είναι
προς το συμφέρον του υιοθετούμενου (άρθρο 97 παρ. 2), 4) για το κύρος της
υιοθεσίας απαιτείται η συγκατάθεση των βιολογικών γονέων του υιοθετούμενου,
εφόσον είναι έφηβοι, του συζύγου του υιοθετούντος και του υιοθετουμένου, καθώς και του ίδιου του
υιοθετουμένου, αν έχει συμπληρώσει το 14ο έτος της ηλικίας του (άρθρο 89 παρ.
1). Μάλιστα, η συναίνεση της μητέρας δεν μπορεί να δοθεί πριν από την πάροδο
τριάντα ημερών από τη γέννηση του τέκνου (άρθρο 89 παρ. 2). Η συναίνεση των ως
άνω προσώπων δίδεται με αυτοπρόσωπη παράσταση στο δικαστήριο ή εγγράφως ενώπιον
συμβολαιογράφου, που βεβαιώνει την υπογραφή του συναινούντος, είτε με
αντιπρόσωπο, που είναι εφοδιασμένος με ειδικό πληρεξούσιο (άρθρο 91 παρ. 2).
Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του ανωτέρω κώδικα, για την υιοθεσία Βούλγαρου υπηκόου
από αλλοδαπό, αφενός μεν απαιτείται σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου κρατικού οργάνου
και αφετέρου, επιβάλλεται η τέλεση της υιοθεσίας να γίνει από Βουλγαρικό
δικαστήριο. Ωστόσο, κατά την κρίση του δικαστηρίου τούτου, οι τελευταίοι δύο
(2) όροι του παραπάνω Βουλγαρικού Κώδικα, οι οποίοι περιορίζουν ουσιαστικά τη
δυνατότητα υιοθεσίας ανηλίκων Βουλγαρικής ιθαγένειας, αποτελούν διαδικαστικές
και όχι ουσιαστικές προϋποθέσεις τέλεσης της υιοθεσίας και συνεπώς, δεν
καλούνται, μέσω του άρθρου 23 παρ. 1 ΑΚ, σε εφαρμογή (ΠΠΡ ΘΕΣΣ 1453/2007).
Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1544 ΑΚ, όπως ισχύει σήμερα, «Αυτός
που υιοθετεί ανήλικο πρέπει να είναι μεγαλύτερος από τον υιοθετούμενο
τουλάχιστον κατά δεκαοκτώ, αλλά όχι περισσότερο από πενήντα χρόνια. Ο
περιορισμός της ηλικίας δεν ισχύει για εκείνον από τους συζύγους που επιθυμεί
να υιοθετήσει τέκνο, που υιοθετείται ή που έχει ήδη υιοθετηθεί από το σύζυγο
του. Σε περίπτωση υιοθεσίας τέκνου του συζύγου, καθώς και αν συντρέχει
σπουδαίος λόγος, το δικαστήριο μπορεί να επιτρέπει την υιοθεσία και όταν
υπάρχει διαφορά ηλικίας μικρότερη, αλλά όχι κάτω των δεκαπέντε ετών». Με την
ανωτέρω διάταξη τάσσεται ως προϋπόθεση της υιοθεσίας η διαφορά ηλικίας μεταξύ
αυτού που υιοθετεί και αυτού που υιοθετείται, η οποία προσδιορίζεται μεταξύ
ενός ελάχιστου ορίου δεκαοκτώ ετών και ενός μεγίστου πενήντα ετών. Η θέσπιση
κατώτατου και ανώτατου ορίου διαφοράς επιβλήθηκε από ηθικούς και κοινωνικούς
λόγους, γιο την ομαλή πορεία της υιοθεσίας, με την ύπαρξη ενός γονέα ηλικιακά
ώριμου και ακμαίου και επιπρόσθετα, ως προς το ανώτατο όριο διαφοράς, με τη
δικαιολογία ότι οι θετοί γονείς με μεγάλη ηλικία δεν παρέχουν τα εχέγγυα για
την ομαλή ανατροφή του τέκνου. Η δικαιολογία, ωστόσο, ως προς το τελευταίο, θα
ήταν συνεπής και αρκετή, αν εκφραζόταν και μόνο μέσα από τη ρύθμιση του άρθρου
1543 του ΑΚ, που θέτει ανώτατο όριο ηλικίας του υιοθετούντος το εξηκοστό έτος, χωρίς να χρειάζεται ένας
επιπλέον φραγμός για την τέλεση της υιοθεσίας, σε περίπτωση μάλιστα που αυτή
αποβλέπει αποδεδειγμένα στο συμφέρον του υιοθετούμενου τέκνου. Η υιοθεσία
άλλωστε, πρέπει πάντοτε να αποβλέπει στο συμφέρον του υιοθετούμενου, σύμφωνα με
τη ρητή διάταξη του άρθρου 1542 εδ. 2 του ΑΚ και με
γνώμονα την τελευταία αυτή διάταξη, που αποτελεί την προμετωπίδα του περί
υιοθεσίας κεφαλαίου του Αστικού Κώδικα, πρέπει να ερμηνεύονται και όλες οι
διατάξεις που ακολουθούν, επομένως και αυτή του ως άνω άρθρου 1544 του ΑΚ, η
οποία, ως προς τη θέσπιση του ανώτατου ορίου διαφοράς, δεν θα πρέπει να
ερμηνεύεται αποκομμένη, αλλά σε συνδυασμό με τη γενική αρχή της προστασίας του
συμφέροντος του τέκνου. Πρέπει να σημειωθεί, επιπλέον, ότι στο άρθρο 8 παρ. 3
της Διεθνούς Σύμβασης, που υπογράφηκε, στις 24-4-1967, από τα κράτη - μέλη του
Συμβουλίου της Ευρώπης στο Στρασβούργο και κυρώθηκε στη χώρα μας με το Ν.
1049/1980, αποκτώντας έτσι αυξημένη τυπική ισχύ έναντι του εσωτερικού νόμου
(άρθρο 28 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος), γίνεται λόγος για μη πλήρωση των
προϋποθέσεων της υιοθεσίας στην περίπτωση που η διαφορά ηλικίας μεταξύ υιοθετούντος και υιοθετούμενου είναι μικρότερη από την ηλικία
που συνήθως χωρίζει τους γονείς από τα τέκνα τους. Η διαφορά όμως ηλικίας κατά
τη σύμβαση, και μάλιστα η κατώτατη, δεν αποτελεί «προϋπόθεση» της υιοθεσίας
αλλά «κριτήριο», για το πότε η υιοθεσία εξυπηρετεί το συμφέρον του
υιοθετούμενου, αλλά και τη δημόσια τάξη, η οποία διασφαλίζεται όταν με τη
διαφορά μιας «πλήρους ήβης», που είναι το ελάχιστο όριο για την τεκνογονία,
επιτυγχάνεται η απομίμηση της φύσης. Το ανώτατο, αντίθετα, όριο διαφοράς
ηλικίας δεν αποτελεί κατά τη σύμβαση «κριτήριο», που να διασφαλίζει το συμφέρον
του υιοθετούμενου, όπως ισχύει και στα δίκαια των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών
(άρθρα 265 Ελβετικού ΑΚ, 1713 Γερμανικού ΑΚ, 344 Γαλλικού ΑΚ), αλλά ούτε και
επιτάσσεται από λόγους δημόσιας τάξης. Επομένως, το ανώτατο όριο διαφοράς
ηλικίας, που δεν αποτελεί κριτήριο κατά τη σύμβαση, αλλά ούτε και επιτάσσεται
από λόγους δημόσιας τάξης, πρέπει ως επιλογή του εσωτερικού νομοθέτη να
συμπορεύεται προς τους ορισμούς των. παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής
Σύμβασης, δηλαδή η υιοθεσία πρέπει να διασφαλίζει το συμφέρον του ανηλίκου.
Επομένως, ενόψει των ανωτέρω, όταν το συμφέρον του ανηλίκου επιτάσσει
επιμήκυνση του ανώτατου ορίου διαφοράς ηλικίας, αυτό πρέπει να επιμηκύνεται
κατά την ίδια ποσοστιαία αναλογία που μειώνεται το ελάχιστο όριο διαφοράς
ηλικίας. Υπό το πνεύμα αυτό, το ανώτατο όριο διαφοράς ηλικίας της διάταξης του
άρθρου 1544 εδ. α' του ΑΚ έχει
σχετική και επιβοηθητική σημασία και δεν πρέπει να ερμηνευθεί, ως αυστηρή
προϋπόθεση της υιοθεσίας, ούτε να θεωρηθεί ότι καθιερώνει απαράβατο τυπικό
κώλυμα υιοθεσίας, ιδίως δε όταν η τελευταία γίνεται με την τήρηση του ανώτατου
ορίου ηλικίας του υιοθετούντος, που επιβάλλεται
από τη διάταξη του άρθρου 1543 του ΑΚ και συντρέχει σπουδαίος λόγος για να
πραγματοποιηθεί, που βέβαια δεν είναι άλλος από την όσο γίνεται πιο άρτια
εξυπηρέτηση του συμφέροντος του υιοθετουμένου, καθόσον στην ημεδαπή έννομη τάξη
το ενδιαφέρον σχετικά με το θεσμό της υιοθεσίας έχει επικεντρωθεί στο συμφέρον
του υιοθετουμένου ανήλικου τέκνου και στην παροχή δυνατότητας σ' αυτό να
μεγαλώσει σε ένα οικογενειακό περιβάλλον με ανάπτυξη σχέσεων στοργής και
αφοσίωσης, με σωστή ηθική και πνευματική διαπαιδαγώγηση και με ομαλή εξέλιξη
της προσωπικότητας του (ΕΦ ΘΕΣΣ 543/2013)…»