Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Έννοια κατοικίας. Επίδοση διαταγής πληρωμής σε μη νόμιμη διεύθυνση


Παρατίθεται κατωτέρω απόσπασμα της υπ.αρ. 298/2012 απόφασης του Εφετείου Πειραιά, δημοσιευμένη στην τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ.

«… Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 51 ΑΚ, με την οποία ορίζεται ότι, «το πρόσωπο έχει κατοικία τον τόπο της κυρίας και μόνιμης εγκατάστασης του. Κανένας δεν μπορεί να έχει συγχρόνως περισσότερες από μια κατοικίες. Για τις υποθέσεις που αναφέρονται στην άσκηση του επαγγέλματος λογίζεται ως ειδική κατοικία του προσώπου ο τόπος όπου ασκεί το επάγγελμά του  του», κατοικία είναι ο τόπος όπου το πρόσωπο έχει την κύρια και μόνιμη εγκατάσταση του, ο τόπος δηλαδή που έχει καταστεί, σύμφωνα με τη βούλησή του, το σταθερό κέντρο των βιοτικών του εν γένει σχέσεων και καθίσταται έτσι στοιχείο της εξατομίκευσης του (βλ. Γεωργιάδη - Σταθόπουλου Α.Κ 1ος τομ. σελ 87), διατηρείται δε αυτή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 52 ΑΚ, ωσότου αποκτηθεί νέα. Από την ουσιαστικού δικαίου πρώτη των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι η έννοια της κατοικίας είναι νομική και υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί του αν τα γενόμενα από αυτό δεκτά πραγματικά περιστατικά θεμελιώνουν την σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη έννοια αυτή. Έτσι είναι απαραίτητο, για να είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος, της ορθής ή μη εφαρμογής της ως άνω διάταξης του άρθρου 51 ΑΚ, να αναφέρονται στην απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας τα περιστατικά σύμφωνα με τα οποία έκρινε τούτο ότι κάποιο πρόσωπο έχει τη συγκεκριμένη κατοικία. Εάν η απόφαση δεν περιέχει τέτοια περιστατικά και η κρίση για την κατοικία ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υπόκειται περίπτωση έλλειψης νόμιμης βάσης υπό τη μορφή ανεπάρκειας αιτιολογιών, σύμφωνα με το αρθρ. 559 αριθ.19 ΚΠολΔ (ΑΠ /2009 ΑΠ Α' ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ , ΧΡΙΔ 2010/713, ΕφΑΘ 3903/2009, Δνη 2010, 801). Κατά δε την διάταξη δε του άρθρου 139 § 1 ΚΠολΔ, όποιος ενεργεί την επίδοση συντάσσει έκθεση, η οποία, εκτός οπό όσα απαιτεί το άρθρο 117, πρέπει να περιέχει και α) την παραγγελία για επίδοση, β) σαφή καθορισμό του εγγράφου που επιδόθηκε και των προσώπων, που αφορά, γ) μνεία της ημέρας και της ώρας της επίδοσης, δ) μνεία του προσώπου, στο οποίο παραδόθηκε το έγγραφο και τον τρόπο, που επιδόθηκε σε περίπτωση απουσίας ή άρνησης του παραλήπτη ή των προσώπων που ορίζονται στα άρθρα 128 έως 135 και 138. Από το προαναφερόμενο άρθρο προκύπτει, ότι όποιος ενεργεί την επίδοση συντάσσει έκθεση, η οποία πρέπει να περιέχει τα προαναφερόμενα σ' αυτό στοιχεία, καθώς και όσα απαιτεί το άρθρο 117 του ίδιου Κώδικα. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 117, 139, 438 και 440 ΚΠολΔ, συνάγεται, ότι η έκθεση επίδοσης, που έχει συνταχθεί από τον αρμόδιο καθ' ύλη και κατά τόπο δικαστικό επιμελητή, συνιστά δημόσιο έγγραφο, το οποίο περιέχει πλήρη απόδειξη ως προς όσα βεβαιώνονται σ' αυτό ότι έγιναν από τον δικαστικό επιμελητή, ενώπιόν του. Ανταπόδειξη χωρεί, μόνον εφόσον προσβληθεί το έγγραφο αυτό ως πλαστό. Για τα περιστατικά, αντίθετα, που περιέχονται στην πιο πάνω έκθεση, αλλά δεν υποπίπτουν από την φύση τους στην άμεση αντίληψη του δικαστικού επιμελητή και των οποίων την αλήθεια όφειλε να εξετάσει αυτός, η έκθεση επίδοσης αποτελεί κατά το άρθρο 440 ΚΠολΔ πλήρη απόδειξη, επιτρεπομένης, όμως, ανταπόδειξης, το βάρος της οποίας φέρει, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 338 ΚΠολΔ, εκείνος, που αμφισβητεί την αληθεία τους (ΑΠ 1916/2005 ΕλΔ 47.482, ΑΠ 415/2005 ΕλΔ 47.1650, ΑΠ 555/2004 ΕλΔ 47.797, ΑΠ 1679/95 ΕλΔ 39.352, ΑΠ 455/93 ΕλΔ 36.91). Στη ρύθμιση δε του άρθρου 438 ΚΠολΔ υπάγονται μεταξύ άλλων, ο χρόνος της επιδόσεως, η προσέλευση του δικαστικού επιμελητή στον τόπο επίδοσης, η απουσία επιδεκτικών επιδόσεως προσώπων καθώς και η θυροκόλληση του εγγράφου (ΑΠ 1207/86 ΕΕΝ 1987.436, ΕΑ 3590/2001 ΕλΔ 45.222, ΕΑ 1246/90 ΕλΔ 33.887). Αντιθέτως, η έκθεση επίδοσης δεν είναι το αποκλειστικό αποδεικτικό μέσο για τη βεβαίωση, που περιέχει, ότι η κατοικία ή το κατάστημα, γραφείο ή εργαστήριο, όπου παραδόθηκε ή θυροκολλήθηκε το επιδοθέν έγγραφο είναι πράγματι του παραλήπτη (ΑΠ 1679/95 ΕλΔ 39.352, ΕφΑΘ 427/2009, Δνη 2010/802). Ακολούθως, σύμφωνα με το άρθ. 630 Α΄ εδαφ. α΄ και β΄ ΚΠολΔ, «η διαταγή πληρωμής επιδίδεται σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται μέσα σε προθεσμία δύο μηνών από την έκδοσή της. Αν η επίδοση δεν γίνει μέσα στην προθεσμία των δύο μηνών, η διαταγή πληρωμής παύει να ισχύει». Η προθεσμία αυτή αρχίζει από την επομένη της έκδοσης της διαταγής πληρωμής και λήγει με τη πάροδο της αντίστοιχης ημέρας του δεύτερου μήνα και αν δεν υπάρχει τέτοια, την τελευταία ημέρα του μήνα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 144 απρ 1 και 145 παρ 2 Κ.Πολ.Δ. Αν η διαταγή πληρωμής δεν επιδοθεί εγκύρως στον καθ' ου μέσα στην προαναφερόμενη δίμηνη προθεσμία, αποβάλλει αυτοδικαίως την ισχύ της. Επομένως δεν εξαρτάται από την ευδοκίμηση της ανακοπής εναντίον της, που δεν είναι καν απαραίτητο να ασκηθεί, χωρίς όμως και να αποκλείεται η δυνατότητα της άσκησης της (Κεραμεύς - Κονδύλης κλπ ΚΠολΔ, τομ•2, σελ. 1177 επ.).
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα του ανακόπτοντος που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδριάσεως, σε συνδυασμό με όλα τα έγγραφα, που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι και που λαμβάνονται υπόψη είτε προς πλήρη απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, και τους εν γένει ισχυρισμούς τους (άρθρο 261 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η καθής η ανακοπή είναι τραπεζική εταιρία. Αυτή έγινε νόμιμη κομίστρια της υπ΄ αριθ.... (μεταχρονολογημένης) επιταγής της τράπεζας ………. η οποία εκδόθηκε με αναγραφόμενη ημερομηνία εκδόσεως ….. 2009, από την ..., για ποσό ...... EYPΩ, με οπισθογράφιση. Ακολούθως, η παραπάνω επιταγή μεταβιβάσθηκε από την ως εκδότρια ... με οπισθογράφιση στον ανακόπτοντα, ο οποίος την μεταβίβασε περαιτέρω στην ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία «.... & ΣΙΑ Ο.Ε.». Η εταιρία αυτή ακολούθως την μεταβίβασε στην ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «………. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ». Μετέπειτα, η ως άνω εταιρία τη μεταβίβασε, με οπισθογράφιση, με τη ρήτρα "αξία λόγω ενεχύρου", στην καθ' ης η ανακοπή. Η ως άνω επιταγή αν και εμφανίσθηκε από την καθ' ης νόμιμα και εμπρόθεσμα για πληρωμή, στις …….2009, στην πληρώτρια τράπεζα, δεν πληρώθηκε λόγω ελλείψεως επαρκούς υπολοίπου στο σχετικό τραπεζικό λογαριασμό. Για το λόγο δε αυτόν, η καθής η ανακοπή ζήτησε και πέτυχε την έκδοση της ανακοπτόμενης υπ’ αριθμ. ……. /2009 Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Με αυτήν υποχρεώθηκαν ο ανακόπτων εκδότης και οι λοιποί οπισθογράφοι να καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας σ' αυτή το ποσό των 14158 ΕΥΡΩ, πλέον δικαστικών και λοιπών εξόδων. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι όσον αφορά στον ανακόπτοντα, η ως άνω Δ/γή Πληρωμής επιδόθηκε, στις ……..  στην οδό ..., στον Πειραιά. Στην ανωτέρω διεύθυνση, την επιδοθείσα Διαταγή Πληρωμής παρέλαβε, κατ' άρθρο 128 ΚΠολΔ, η …………., πρώην σύζυγος του ανακόπτοντος, η οποία, όπως αποδεικνύεται από το περιεχόμενο της προσκομιζόμενης και επικαλούμενης από τον ανακόπτοντα υπ’ αριθμ. ……./…… -2009 έκθεσης επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ..., δήλωσε σύζυγος-σύνοικος του τελευταίου. Από κανένα όμως αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι ο ανακόπτων διέμενε στη συγκεκριμένη διεύθυνση και χρησιμοποιούσε τη συγκεκριμένη οικία για διημέρευση ή διανυκτέρευση κατά το χρόνο επίδοσης της ανακοπτόμενης Διαταγής πληρωμής, έτσι ώστε αυτός να έχει εκεί την κύρια και μόνιμη εγκατάσταση του, να αποτελεί δηλαδή τον τόπο που έχει καταστεί, σύμφωνα με τη βούληση του, το σταθερό κέντρο των βιοτικών του εν γένει σχέσεων και να αποτελεί στοιχείο της εξατομίκευσης του. Αντιθέτως, αποδείχθηκε ότι ο ανακόπτων διέμενε κατά τον κρίσιμο χρόνο στην οδό ………...., στο ……. Αττικής. Κατά το χρόνο δε της επίδικης επιδόσεως, η .......... δεν ήταν σύζυγος του ανακόπτοντος, αφού ο γάμος τους ήδη είχε λυθεί με την υπ’ αριθμ. …./95 αμετάκλητη απόφαση του Moνομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Ο ανακόπτων δε τέλεσε, μετά την λύση του γάμου του, νέο γάμο με την ............ και ο γάμος του αυτός όμως έχει λυθεί με την υπ’ αριθμ. …./2002 αμετάκλητη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Μάλιστα, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τον ανακόπτοντα υπ' αριθ. …. 1995 δήλωση φόρου γονικής παροχής ψιλής κυριότητας του ανακόπτοντος προς τα τέκνα του, η οποία υπεβλήθη στη Δ.Ο.Υ. …… και αφορά στο ακίνητο επί της οδού ..., στον Πειραιά (στο οποίο σημειωτέον κατοικούσαν τα τέκνα του ανακόπτοντος με τη μητέρα τους, σύμφωνα με την προαναφερθείσα φορολογική δήλωση), ο ανακόπτων δήλωσε ότι κατοικεί στην οδό ......... στο ……..  Αττικής και όχι στη διεύθυνση στην οποία έγινε η επίδοση και στην οποία κατοικεί, κατόπιν παραχώρησης της χρήσεως αυτής από τον επικαρπωτή ανακόπτοντα, η πρώην σύζυγος του τελευταίου ..., όπως προκύπτει από την ίδια δήλωση φόρου γονικής παροχής ψιλής κυριότητας του ανακόπτοντος προς τα τέκνα του. Συνεπώς, η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής επιδόθηκε εντός της δίμηνης προθεσμίας του άρθρο 630 Α΄ ΚΠολΔ, πλην όμως η επίδοση δεν έγινε έγκυρα στη νόμιμη κατοικία του ανακόπτοντος, κατά τα προαναφερθέντα, αφού από τα παραπάνω έγγραφα, αλλά και την κατάθεση του μάρτυρα του ανακόπτοντος πρωτοδίκως ανταποδεικνύεται ότι η βεβαίωση της δικαστικής επιμελήτριας στην προαναφερθείσα έκθεση επίδοσης, ότι δηλαδή η παραλαβούσα πρώην σύζυγος του ανακόπτοντος είναι και σύνοικός του, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Επομένως, ο 1ος λόγος της έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής επιδόθηκε έγκαιρα, κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος κατ' ουσίαν. Ακολούθως και ο 2ος λόγος της έφεσης με τον οποίο η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι η κρινόμενη ανακοπή έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη, γιατί ενώ κατατέθηκε στις …..  επιδόθηκε σ' αυτήν στις 25-9-2009, ήτοι πέραν της 15νθήμέρου προθεσμίας του άρθ. 632 παρ. 1 ΚΠολΔ, κρίνεται απορριπτέος, ως αβάσιμος, αφενός γιατί, εφόσον η διαταγή πληρωμής δεν επιδόθηκε έγκυρα στον ανακόπτοντα, η ανωτέρω προθεσμία δεν κινείται (βλ. ΚΠολΔ Κεραμέως κλπ, τομ. 2ος, 1184, παρ.12), αφετέρου, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από την εκκαλούσα υπ’ αριθ. …. /15-9-2009 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …….. η κρινόμενη ανακοπή επιδόθηκε στην καθής όχι στις 25-9-2009, αλλά στις 15-9-2009, ήτοι εντός του ως άνω 15νθημέρου, αν και δεν ήταν αναγκαίο, κατά τα ανωτέρω. Επομένως, η εκκαλούμενη απόφαση που δέχτηκε την κρινόμενη ανακοπή ως και κατ' ουσίαν βάσιμη και ακύρωσε την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, ορθά εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και η κρινόμενη έφεση, που δεν έχει άλλους λόγους προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας λόγω της ήττας της (άρθ. 176, 183 και 191 παρ 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό…»

Στεφανία Σουλή
Δικηγόρος- Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια 

http://www.stefaniasouli.gr/prophil/ 


Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Είσοδος σκύλου σε αυτοκινητόδρομο και πρόκληση τροχαίου ατυχήματος. Ποιος φέρει ευθύνη για αποζημίωση.

Παρατίθεται κατωτέρω απόσπασμα της υπ.αρ. 75/2016 απόφασης του Ειρηνοδικείου Λαρίσης, δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ.  "… Με το περιεχόμενο αυτό η αγωγή, παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο αυτό, το οποίο είναι αρμόδιο καθ` ύλη και κατά τόπο αρθρ. 14 παρ. 1, 22 Κ.Πολ.Δ.), κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία και η οποία είναι ορισμένη, (αρθρ. 11 παρ. 2, 118 αρ. 4 και 216 ΚΠολΔ), περιέχουσα τα κατά νόμο στοιχεία για τον προσδιορισμό του είδους και του ύψους των αιτημάτων της, απορριπτομένου κάθε περί αντιθέτου ισχυρισμού της εναγομένης. Επίσης, απορριπτέα τυγχάνει η ένσταση έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης της εναγομένης στην άσκηση της κρινόμενης αγωγής και συνακολούθως και η ένσταση αναρμοδιότητας του παρόντος Δικαστηρίου, με τον ισχυρισμό ότι υπόχρεος προς αποζημίωση του ενάγοντος είναι ο Δήμος Κ., εντός των ορίων του οποίου έλαβε χώρα το επίδικο ατύχημα, αφού ο τελευταίος είναι υπόχρεος για την περισυλλογή και απομάκρυνση αδέσποτων ζώων

Καταγγελία μίσθωσης κατοικίας για σπουδαίο λόγο

Παρατίθεται κατωτέρω απόσπασμα της υπ.αρ. 1030/2015 απόφασης του Αρείου Πάγου, δημοσιευμένης στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ.  «… Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 281, 288, 588, 672, 752 και 766 του Α.Κ., συνάγεται η γενική αρχή του δικαίου, κατά την οποία επιτρέπεται σε κάθε περίπτωση να καταγγελθεί μία διαρκής έννομη σχέση, όπως είναι και η   μίσθωση κατοικίας, για σπουδαίο λόγο. Ως σπουδαίος λόγος θεωρείται κάθε περιστατικό που, κατά την καλή πίστη σε συνδυασμό με το σύνολο των περιστάσεων που συντρέχουν στη συγκεκριμένη περίπτωση, συντελεί ώστε να μην είναι πλέον ανεκτή η διατήρηση της ενοχικής σχέσης έως τον χρόνο της λήξης της. Μη ανεκτή είναι η συνέχισή της και όταν, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, γίνεται υπέρμετρα δυσβάστακτη είτε για τα δύο μέρη είτε για το ένα μόνο από αυτά, όπως συμβαίνει σε περίπτωση που επήλθε ουσιώδης μεταβολή των προσωπικών ή περιουσιακών σχέσεων αμφοτέρων των μερών ή του ενός μέρους, ανεξαρτήτως της συνδρομής ή

Ένορκες βεβαιώσεις μετά την τροποποίηση του ν. 4335/2015. Προαποδεικτική προσκομιδή τους. Προθεσμία κλήτευσης και υπολογισμός της

Παρατίθεται κατωτέρω απόσπασμα της υπ.αρ. 49/2017 απόφασης του Ειρηνοδικείου Χανίων, δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ. «… Μολονότι στο παρελθόν το αποδεικτικό μέσο των ενόρκων βεβαιώσεων αντιμετωπίσθηκε με ποικίλες επιφυλάξεις, εντούτοις με το ν. 2915/ 2001 γενικεύθηκε η χρήση του στο πλαίσιο της τακτικής διαδικασίας, ενώ με το ν. 3994/2011 αναγνωρίσθηκε νομοθετικά ως επώνυμο αποδεικτικό μέσο. Ήδη σήμερα, μετά το ν. 4335/2015, ο οποίος προσέθεσε στον ΚΠολΔ τα άρθρα 421-424 ΚΠολΔ, οι ένορκες βεβαιώσεις γνωρίζουν μια αναλυτική νομοθετική ρύθμιση για πρώτη φορά. Σύμφωνα με το άρθρο 421 ΚΠολΔ προβλέπεται ρητά ότι οι ένορκες βεβαιώσεις προσάγονται προαποδεικτικά, διατύπωση που υποδηλώνει τη λήψη της ένορκης βεβαίωσης πριν τη συζήτηση. Συνεπώς, όπως και στο προϊσχύσαν δίκαιο, οι ένορκες βεβαιώσεις πρέπει να προσκομίζονται στο πλαίσιο της τακτικής διαδικασίας προαποδεικτικώς μέσα στην προθεσμία του άρθρου 237 § 1 ΚΠολΔ (στις ειδικές διαδικασίες, μικροδιαφορές, α