Παρατίθεται κατωτέρω απόσπασμα της υπ.αρ. 1030/2015 απόφασης του Αρείου Πάγου, δημοσιευμένης στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ.
«… Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 281,
288, 588, 672, 752 και 766 του Α.Κ., συνάγεται η γενική αρχή του δικαίου, κατά
την οποία επιτρέπεται σε κάθε περίπτωση να καταγγελθεί μία διαρκής έννομη
σχέση, όπως είναι και η μίσθωση
κατοικίας, για σπουδαίο λόγο. Ως σπουδαίος λόγος θεωρείται κάθε
περιστατικό που, κατά την καλή πίστη σε συνδυασμό με το σύνολο των περιστάσεων
που συντρέχουν στη συγκεκριμένη περίπτωση, συντελεί ώστε να μην είναι πλέον
ανεκτή η διατήρηση της ενοχικής σχέσης έως τον χρόνο της λήξης της. Μη ανεκτή
είναι η συνέχισή της και όταν, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά
ήθη, γίνεται υπέρμετρα δυσβάστακτη είτε για τα δύο μέρη είτε για το ένα μόνο
από αυτά, όπως συμβαίνει σε περίπτωση που επήλθε ουσιώδης μεταβολή των
προσωπικών ή περιουσιακών σχέσεων αμφοτέρων των μερών ή του ενός μέρους,
ανεξαρτήτως της συνδρομής ή μη οποιασδήποτε υπαιτιότητας στην επέλευση της
μεταβολής αυτής. Τα περιστατικά που συνιστούν σπουδαίο λόγο αφορούν συνήθως
στον αποδέκτη της καταγγελίας, δεν αποκλείεται όμως να ευρίσκονται στη σφαίρα
επιρροής του ίδιου του καταγγέλλοντος. Περαιτέρω, η συνδρομή ή μη σπουδαίου
λόγου αξιολογείται με κριτήρια αντικειμενικά, δεν απαιτείται δηλαδή κατ' αρχήν
πταίσμα εκείνου προς τον οποίο απευθύνεται η καταγγελία. Αν, όμως, εκείνος που
καταγγέλλει είναι υπαίτιος, δεν επιτρέπεται να προβεί σε καταγγελία, διότι
είναι επίσης γενική αρχή του δικαίου, συναγόμενη από τα άρθρα 200, 281 και 288
του Α.Κ., ότι κανείς δεν μπορεί να αποκομίσει ωφελήματα από παράνομη ή ανήθικη
συμπεριφορά που οφείλεται σε υπαιτιότητά του. Ειδικά, για την πρόωρη καταγγελία
της συμβάσεως μίσθωσης κατοικίας, για την οποία ο νόμος έχει θεσπίσει και
ειδικούς προς τούτο λόγους για αμφότερους τους συμβαλλομένους, το περιεχόμενο
του σπουδαίου λόγου πρέπει να προσδιορίζεται στενά. Για τη συγκεκριμενοποίηση
της έννοιας του σπουδαίου λόγου μπορεί να γίνει και στάθμιση του συμφέροντος
του καταγγέλλοντος για πρόωρη λύση της συμβάσεως με το συμφέρον του
αντισυμβαλλομένου για διατήρηση της συμβάσεως μέχρι την κανονική λύση της.
Εξάλλου, ο σπουδαίος λόγος είναι αόριστη νομική έννοια και, συνεπώς, η κρίση
για την ορθή υπαγωγή σ' αυτήν των συγκεκριμένων περιστατικών υπόκειται στον
έλεγχο του Αρείου Πάγου. Τέλος, η παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας
ελέγχεται αναιρετικά μόνον αν αυτά αφορούν ερμηνεία ή εφαρμογή κανόνων δικαίου
(άρθρ. 559 αρ. 1 εδ. β' Κ.Πολ.Δ.), με την έννοια της εξειδικεύσεως αόριστων
νομικών εννοιών ή της υπαγωγής σε αυτούς πραγματικών περιστατικών, προϋπόθεση η
οποία δεν συντρέχει όταν χρησιμεύουν για την υπό του δικαστηρίου εξακρίβωση της
υπάρξεως πραγματικών περιστατικών και συνδέονται με την αναιρετικά ανέλεγκτη
εκτίμηση των αποδείξεων. Έτσι, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι τα
πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα επιτρέπουν το συμπέρασμα να
θεωρηθεί κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ορισμένο γεγονός ως σπουδαίος
λόγος καταγγελίας διαρκούς συμβάσεως υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου
κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 εδ. β', γιατί είναι κρίση νομική,
αναγόμενη στην ορθή ή μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων
της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια του σπουδαίου λόγου καταγγελίας
διαρκούς συμβάσεως...»
ΠΕΡΙΛΗΨΗ:
Κρίθηκε
ότι συνέτρεχε σπουδαίος λόγος για την καταγγελία τα μίσθωσης το γεγονός ότι ο
μισθωτής θα αποκτούσε και δεύτερο τέκνο και ότι θα χρειαζόταν κατάλληλο
υπνοδωμάτιο και ότι αυτό συνιστούσε μεταβολή των στεγαστικών αναγκών του. Λύση
της μίσθωσης. Ο μισθωτής δεν υποχρεούται σε καταβολή των μισθωμάτων.