Παρατίθεται
κατωτέρω απόσπασμα της υπ.αρ. 91/2017 απόφασης του Ειρηνοδικείου Μυτιλήνης,
δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ.
«… Σύμφωνα με
το άρθρο 9 παρ. 1 εδ. β του Συντάγματος, η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του
ατόμου είναι απαραβίαστη, ενώ κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 21 παρ. 1 του
Συντάγματος, η οικογένεια ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους,
καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία
του Κράτους, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, τα
δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η
αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα
κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική
άσκηση τους, ενώ οι κάθε είδους περιορισμοί, που μπορούν κατά το Σύνταγμα να
επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά, πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το
Σύνταγμα, είτε από το Νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται
την αρχή της αναλογικότητας. Η αναγνώριση δε και η προστασία των θεμελιωδών και
απαράγραπτων δικαιωμάτων του ανθρώπου από την Πολιτεία αποβλέπει στην
πραγμάτωση της κοινωνικής προσόδου μέσα σε ελευθερία και δικαιοσύνη. Περαιτέρω,
σύμφωνα με τα άρθρα 8 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και 7 του Χάρτη των Θεμελιωδών
Δικαιωμάτων της Ε.Ε. παν πρόσωπο δικαιούται εις το σεβασμό της ιδιωτικής και
οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του, ενώ σύμφωνα
με τα άρθρα 12 της ΕΣΔΑ και 9 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., με
τη συμπλήρωση της ηλικίας γάμου, ο άνδρας και η γυναίκα έχουν το δικαίωμα να
συνάπτουν γάμο και να δημιουργούν οικογένεια, συμφώνως προς τους διέποντες το
δικαίωμα τούτο εθνικούς νόμους. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 18 του Χάρτη
Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., το δικαίωμα ασύλου διασφαλίζεται τηρουμένων
των κανόνων της Σύμβασης της Γενεύης της 28ης Ιουλίου 1951 και του Πρωτοκόλλου
της 31ης Ιανουαρίου 1967 περί του καθεστώτος των προσφύγων και σύμφωνα με τη
Συνθήκη για την Ε.Ε. και τη ΣΛΕΕ. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2
παρ. β και δ του Π.Δ. 114/2010, «αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας» ή «αίτηση
ασύλου» ή «αίτηση» είναι η αίτηση παροχής προστασίας από το Ελληνικό Κράτος που
υποβάλλει αλλοδαπός ή ανιθαγενής, με την οποία ζητεί την αναγνώριση στο πρόσωπό
του της ιδιότητας του πρόσφυγα σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης ή τη χορήγηση
καθεστώτος επικουρικής προστασίας. Κάθε αίτηση
διεθνούς προστασίας τεκμαίρεται ότι είναι αίτηση ασύλου, εκτός αν ο αιτών ζητεί
ρητώς να του παρασχεθεί άλλη μορφή προστασίας, η οποία είναι δυνατόν να ζητηθεί
αυτοτελώς. Η αίτηση διεθνούς προστασίας μπορεί να περιλαμβάνει και μέλη της
οικογένειας του αιτούντος που βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια. Εξάλλου,
«αιτών διεθνή προστασία» ή «αιτών άσυλο» ή «αιτών» είναι ο αλλοδαπός ή ο
ανιθαγενής, ο οποίος δηλώνει
προφορικώς ή εγγράφως
ενώπιον οποιασδήποτε ελληνικής αρχής στα σημεία εισόδου στην Ελληνικής
Επικράτεια ή εντός αυτής ότι ζητεί άσυλο ή επικουρική προστασία στη Χώρα μας ή
με οποιονδήποτε τρόπο ζητεί να μην απελαθεί σε κάποια χώρα εκ φόβου δίωξης λόγω
φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, κοινωνικής τάξης ή πολιτικών πεποιθήσεων,
σύμφωνα με την ως άνω Σύμβαση της Γενεύης ή επειδή κινδυνεύει να υποστεί σοβαρή
βλάβη, σύμφωνα με το άρθρο 15 του Π.Δ. 96/2008 και επί του αιτήματος του οποίου
δεν έχει ληφθεί ακόμη τελεσίδικη απόφαση. Επίσης, ως αιτών διεθνή προστασία
θεωρείται και ο αλλοδαπός, ο οποίος εισέρχεται στη Χώρα μας κατ' εφαρμογή του Κανονισμού
(ΕΚ) αριθμ. 343/2003 του Συμβουλίου για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών
για τον προσδιορισμό του Κράτους Μέλους, που είναι υπεύθυνο για την εξέταση
αίτησης ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας (L
050/25-02-2003). Αν ο αιτών απευθυνθεί σε μη αρμόδια αρχή, αυτή υποχρεούται να
τον παραπέμψει αμέσως στην κατά περίπτωση αρμόδια αρχή παραλαβής με τον
προσφορότερο τρόπο. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 και 3 του αυτού
ως άνω Π.Δ., οι αιτούντες επιτρέπεται να παραμένουν στη Χώρα μέχρι την
ολοκλήρωση της διοικητικής διαδικασίας εξέτασης της αίτησης και δεν
απομακρύνονται με οποιονδήποτε τρόπο, πλην όμως το δικαίωμα παραμονής του
αιτούντος στη Χώρα, σύμφωνα με την παρ. 1, δε θεμελιώνει δικαίωμα για χορήγηση
άδειας παραμονής. Κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 περ. β του
ως ανω Π.Δ., οι αιτούντες υποχρεούνται να συνεργάζονται με τις αρμόδιες αρχές
στο μέτρο που αυτό είναι αναγκαίο για την διεκπεραίωση της αίτησης τους και
ειδικότερα, σε κάθε περίπτωση, οι αιτούντες υποχρεούνται μεταξύ άλλων να
παραδίδουν το ταξιδιωτικό έγγραφο ή οποιοδήποτε άλλο έγγραφο που έχουν στην
κατοχή τους και σχετίζεται με την εξέταση της αίτησης και των στοιχείων που
πιστοποιούν την ταυτότητα του ιδίου και των μελών της οικογένειας του, τη χώρα
προέλευσης και τον τόπο καταγωγής, καθώς και την οικογενειακή του κατάσταση. Η
αναγνώριση της ιδιότητας του δικαιούχου διεθνούς προστασίας δεν προϋποθέτει
απαραιτήτως την υποβολή τυπικών αποδεικτικών στοιχείων. Στις περιπτώσεις δε που
παραδοθούν τα ανωτέρω έγγραφα συντάσσεται πρακτικό παράδοσης- παραλαβής.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 εδ. α και β του Π.Δ. 220/2007, οι
αιτούντες μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα στην επικράτεια ή στην περιοχή που
τους ορίζει η Κεντρική Αρχή και να επιλέγουν τον τόπο διαμονής τους, ενώ η
οριζόμενη περιοχή δεν μπορεί να θίγει την ιδιωτική ζωή των αιτούντων και πρέπει
να παρέχει σε αυτούς τη δυνατότητα άσκησης όλων των δικαιωμάτων που
προβλέπονται στο παρόν διάταγμα, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 7 του ως άνω
Π.Δ., οι αρμόδιες αρχές κατά την παρεχόμενη στον αιτούντα στέγαση, λαμβάνουν
στο μέτρο του δυνατού, τα κατάλληλα μέτρα για τη διατήρηση της ενότητας της
οικογένειας του, που βρίσκονται στη χώρα, εφόσον συναινεί προς τούτο και ο
ίδιος. Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 του Ν. 1599/1980,
γεγονότα ή στοιχεία που δεν αποδεικνύονται με το δελτίο ταυτότητας ή τα
αντίστοιχα έγγραφα της διάταξης του άρθρου 6 του αυτού ως άνω Νόμου, μπορεί να
αποδεικνύονται ενώπιον κάθε αρχής ή υπηρεσίας του δημοσίου τομέα με υπεύθυνη
δήλωση του ενδιαφερομένου. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 6 του αυτού ως άνω
Νόμου 1599/1986, η ταυτότητα των Ελλήνων πολιτών έναντι πάντων αποδεικνύεται
από τα δελτία ταυτότητας που εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου
αυτού ή από τα δελτία ταυτότητας που εκδόθηκαν κατά τις διατάξεις του Ν.Δ. 127/1969, έως ότου αντικατασταθούν
σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού ή από το διαβατήριο για τους Έλληνες
της αλλοδαπής. Κατ' εξαίρεση των διατάξεων του εδαφίου α' της παρ. 1, αντί του
δελτίου ταυτότητας, ο ενδιαφερόμενος μπορεί να επιδεικνύει την προσωρινή
βεβαίωση των αρμόδιων αρχών της παρ. 2 του άρθρου 1 ότι έχει καταθέσει τα
δικαιολογητικά για την έκδοση δελτίου ταυτότητας. Στη βεβαίωση δε αυτή πρέπει
να περιλαμβάνονται όλα τα στοιχεία ταυτότητας που ορίζονται στη διάταξη του
άρθρου 3. Η δε ταυτότητα των αλλοδαπών αποδεικνύεται είτε από το διαβατήριο
τους ή άλλο έγγραφο, βάσει του οποίου επιτρέπεται η είσοδός τους στη χώρα, είτε
από την άδεια παραμονής τους στην Ελλάδα.
Σύμφωνα δε με
τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 παρ. 3 περ. δ του Π.Δ 391/1982, η ταυτότητα και
τα αντίστοιχα έγγραφα της διάταξης του άρθρου 6 αποτελούν πλήρη απόδειξη ως
προς τα στοιχεία που αναφέρουν. Τέλος, κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου
1 παρ. 3 περ. δ του Π.Δ. 391/1982, σε περίπτωση που ο ένας των μελλονύμφων
είναι αλλοδαπός, αντί της υπεύθυνης δήλωσης του Ν. 195/1969, η οποία
προβλέπεται σύμφωνα με την περ. γ της αυτής ως άνω διάταξης μόνο για τους
ημεδαπούς, απαιτείται βεβαίωση από την οικεία Προξενική ή άλλη αρμόδια αρχή
περί του ότι δεν υπάρχει κώλυμα για να τελέσει γάμο ο ενδιαφερόμενος αλλοδαπός.
Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 ΑΚ, ο αλλοδαπός απολαμβάνει τα αστικά
δικαιώματα του ημεδαπού, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 1350 ΑΚ, για τη σύναψη
γάμου απαιτείται συμφωνία των μελλονύμφων, οι σχετικές δε δηλώσεις γίνονται
αυτοπροσώπως και χωρίς αίρεση ή προθεσμία, ενώ οι μελλόνυμφοι πρέπει να έχουν
συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας τους. Κατά δε τη διάταξη του
άρθρου 1354 ΑΚ, η σύναψη γάμου εμποδίζεται πριν τη λύση ή την αμετάκλητη
ακύρωση του ήδη υφιστάμενου γάμου, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 1367 ΑΚ, ο
γάμος τελείται είτε με τη σύγχρονη δήλωση των μελλονύμφων ότι συμφωνούν σε
αυτόν (πολιτικός γάμος), η οποία γίνεται δημοσίως και πανηγυρικώς ενώπιον δύο
μαρτύρων προς τον Δήμαρχο του τόπου, όπου τελείται ο γάμος ή προς το νόμιμο
αναπληρωτή του, που είναι υποχρεωμένοι να συντάξουν αμέσως σχετική πράξη, είτε
με την ιερολογία αυτού (γάμου) από ιερέα της ανατολικής ορθόδοξης εκκλησίας ή
από λειτουργό άλλου δόγματος ή θρησκεύματος γνωστού στην Ελλάδα, οι όροι δε της
ιεροτελεστίας και κάθε θέμα σχετικό με αυτή διέπονται από το τυπικό και τους
κανόνες του δόγματος ή θρησκεύματος, σύμφωνα με το οποίο γίνεται η
ιεροτελεστία, εφόσον δεν είναι αντίθετοι προς τη δημόσια τάξη, ο δε
θρησκευτικός λειτουργός είναι υποχρεωμένος να συντάξει αμέσως σχετική πράξη.
Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1368 ΑΚ, για να τελεσθεί ο γάμος,
είτε ως πολιτικός είτε με ιερολογία της ανατολικής ορθόδοξης εκκλησίας,
απαιτείται άδεια του Δημάρχου της τελευταίας κατοικίας έκαστου των προσώπων, τα
οποία πρόκειται να παντρευτούν.
Σε
περίπτωση ωστόσο που ο αρμόδιος για την έκδοση της άδειας αρνείται να τη
χορηγήσει αποφασίζει αμετακλήτως το Ειρηνοδικείο (άρθρο 740 ΚΠολΔ), το οποίο
δικάζει κατά την εκούσια δικαιοδοσία (άρθρο 739 ΚΠολΔ).
Εξάλλου, κατά τη
διάταξη του άρθρου 1369 ΑΚ, πριν από την τέλεση του γάμου, με όποιον τύπο και
να πρόκειται να τελεσθεί αυτός, πρέπει να γνωστοποιούνται με τοιχοκόλληση σχετικής
αγγελίας στο δημοτικό κατάστημα της κατοικίας εκάστου εξ αυτών, που πρόκειται
να νυμφευθούν, το ονοματεπώνυμο τους, το επάγγελμα τους, το όνομα των γονέων
τους και ο τόπος όπου γεννήθηκαν, όπου κατοικούσαν τελευταίως και όπου
πρόκειται να τελεσθεί ο γάμος, ο οποίος αν δεν τελεσθεί εντός έξι μηνών από την
σχετική γνωστοποίηση, η τελευταία πρέπει να επαναληφθεί. Όταν δε τα πρόσωπα, τα
οποία πρόκειται να πανδρευτούν, κατοικούν σε μεγάλη πόλη, η γνωστοποίηση
γίνεται με δημοσίευση σε ημερησία εφημερίδα του τόπου κατοικίας, ενώ κατά τη
διάταξη του άρθρου 1370 ΑΚ, η άδεια γάμου δίνεται υποχρεωτικώς, αφού πρώτα
ερευνηθεί αν συντρέχουν οι νόμιμοι όροι για τον γάμο που πρόκειται να τελεστεί
και εάν έλαβε χώρα η οικεία γνωστοποίηση, η οποία δύναται να παραληφθεί, εφόσον
συντρέχουν σπουδαίοι λόγοι. Τέλος, κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 789
ΚΠολΔ, όταν ζητείται κατά το νόμο να χορηγηθεί άδεια προς ενέργεια πράξης άλλης
από εκείνες που αναφέρονται στις διατάξεις των άρθρων 792 και 797 ΚΠολΔ,
αρμόδιο είναι το Δικαστήριο της κατοικίας και αν δεν υπάρχει κατοικία, της
διαμονής του αιτούντος…»
Στεφανία Σουλή
Δικηγόρος- Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια http://www.stefaniasouli.gr/prophil/