Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Μίσθωση - Δυνατότητα χρήσης μισθίου - Πρόωρη εγκατάλειψη μισθίου - Σιωπηρή αναμίσθωση - Αποζημίωση χρήσης



Παρατίθεται κατωτέρω απόσπασμα της υπ.αρ 231/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θηβών, δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ 

«…Σύμφωνα με το άρθρο 574 ΑΚ, «με τη σύμβαση της μίσθωσης πράγματος ο εκμισθωτής έχει υποχρέωση να παραχωρήσει στο μισθωτή τη χρήση του πράγματος για όσο χρόνο διαρκεί η σύμβαση και ο μισθωτής να καταβάλει το συμφωνημένο μίσθωμα». Κατά δε το άρθρο 596 ΑΚ, «ο μισθωτής δεν απαλλάσσεται από το μίσθωμα, αν εμποδίζεται να χρησιμοποιήσει το μίσθιο από λόγους που αφορούν τον ίδιο...». Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 185,189,192, 361, 574, 599, 608 παρ.1 ΑΚ, συνάγεται ότι η σύμβαση μίσθωσης, η διάρκεια της οποίας έχει συμφωνηθεί για ορισμένο χρόνο, μπορεί να λυθεί με νεότερη συμφωνία η οποία υπάρχει και όταν, πριν από την παρέλευση του συμβατικού χρόνου, ο μισθωτής αποδίδει το μίσθιο στον εκμισθωτή και ο τελευταίος το παραλαμβάνει με σκοπό τη λύση της μίσθωσης, για την απόδειξη δε της συμφωνίας αυτής δεν απαιτείται έγγραφο. Κατάρτιση τέτοιας συμφωνίας, η οποία μπορεί να είναι και σιωπηρή, ενέχει η εκούσια παράδοση από τον μισθωτή των κλειδιών του μισθίου στον εκμισθωτή και η εκ μέρους αυτού παραλαβή τους (βλ. ΑΠ 2162/2013, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 998/2006, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 495/2001, ΕλΔνη 2002. 439). Συνεπώς, από τις διατάξεις των άρθρων 574, 595, 596 ΑΚ, προκύπτει ότι ο μισθωτής έχει υποχρέωση από τη σύμβαση μίσθωσης να καταβάλλει το μίσθωμα που έχει συμφωνηθεί, με την προϋπόθεση, βέβαια, ότι έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί το μίσθιο ακίνητο, έστω και αν στην πραγματικότητα δεν το χρησιμοποιεί από λόγους που αφορούν τον ίδιο. Δηλαδή, το μίσθωμα καταβάλλεται όχι για την πράγματι ασκούμενη χρήση, αλλά για τη δυνατότητα που έχει ο μισθωτής να χρησιμοποιεί το μίσθιο (βλ. ΕφΠατρ 252/2008, ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 279/2004, ΝΟΜΟΣ). Αν ο μισθωτής εγκαταλείψει το μίσθιο ακίνητο χωρίς νόμιμο ή συμβατικό λόγο, είναι υποχρεωμένος να καταβάλει το μίσθωμα για ολόκληρο το χρονικό διάστημα που παρεμβάλλεται μεταξύ του χρόνου εγκατάλειψης του μισθίου και του χρόνου λήξης της σύμβασης, εκτός αν ο εκμισθωτής χρησιμοποιήσει ο ίδιος το μίσθιο ή το εκμισθώσει σε άλλον και ωφεληθεί εντεύθεν με τον τρόπο αυτό ισόποσα. Αξίζει να επισημανθεί ότι η αυθαίρετη πρόωρη εγκατάλειψη του μισθίου, όπως και η αυτόβουλη εκκένωση του χωρίς καταγγελία δεν επιφέρει τη λύση της μίσθωσης και ο μισθωτής, και αν δεν κάνει χρήση του μισθίου, καθίσταται υπερήμερος ως προς την καταβολή των μισθωμάτων του υπόλοιπου χρόνου και, σε κάθε περίπτωση, μέχρι του χρόνου που εκμισθώθηκε αυτό εκ νέου από τον ανυπαίτιο εκμισθωτή (βλ. ΕφΠατρ 252/2008, ό.π., ΕφΛαρ 538/1987, ΝοΒ 1987. 1417). Επομένως, η σύμβαση μίσθωσης μπορεί να καταργηθεί με αντίθετη σύμβαση των συμβαλλομένων. Η αντίθετη αυτή συμφωνία (καταργητική) μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή, να συνάγεται, δηλαδή, από ορισμένη συμπεριφορά των συμβαλλομένων. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, υπάρχει σιωπηρή κατάργηση της μισθωτικής σύμβασης, αν η συμπεριφορά αυτή αποσκοπεί και επιφέρει τη λύση της σύμβασης. Τέτοια λύση της σύμβασης μίσθωσης επέρχεται και στην περίπτωση, κατά την οποία ο μισθωτής αποδώσει τη χρήση του μισθίου στον εκμισθωτή και αυτός παραλάβει τούτο (μίσθιο) χωρίς καμία επιφύλαξη (βλ. Εφθεσ 1509/2003, Αρμ 2005. 1589).
Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η απόδοση του μισθίου από τον μισθωτή αποτελεί ουσιαστικά πρόταση προς τον εκμισθωτή για κατάρτιση σύμβασης λύσης της μίσθωσης και η παραλαβή του από τον τελευταίο, αποδοχή της πρότασης και ολοκλήρωση αυτής (άρθρα 185, 189 και 192 ΑΚ), συγχρόνως, όμως, αποτελεί και συμφωνία (πρόταση και αποδοχή) εκτέλεσης της σύμβασης πρόωρα, ήτοι πριν από την πάροδο του συμβατικού ή νόμιμου χρόνου απόδοσης του μισθίου. Πάντως, το δικαίωμα του εκμισθωτή να αξιώσει από τον μισθωτή που αποχώρησε πρόωρα από το μίσθιο, το μίσθωμα ή αποζημίωση μέχρι τη συμβατική λήξη της μίσθωσης, προσκρούει στον απαγορευτικό κανόνα του άρθρου 281 ΑΚ, όταν η άσκηση του αντίκειται στην καλή πίστη, πράγμα που συμβαίνει και όταν ο εκμισθωτής παραλείπει να εκμισθώσει το μίσθιο σε τρίτον, παρότι η εκμίσθωση του είναι ευχερής. Ακόμη, το πιο πάνω δικαίωμα του εκμισθωτή υπόκειται και στον κανόνα του άρθρου 300 ΑΚ, αφού ο εκμισθωτής έχει συντελέσει με τη συμπεριφορά του στην επέλευση της ζημίας του και στην έκταση αυτής, παραλείποντας να αποτρέψει ή να περιορίσει αυτή με την εκμίσθωση του ακινήτου του (βλ. ΑΠ 617/2000, ΕλΔνη 2001. 140, ΑΠ 760/2000, ΕλΔνη 2001. 141, ΑΠ 585/1997, ΕλΔνη 1998. 113, ΕφΘεσ 1544/2012, Αρμ 2013.721, ΕφΑθ 6575/2009, ΕλΔνη 2010. 555, ΕφΑΘ 6267/2000, ΕλΔνη 2002. 834, ΕφΑΘ 3742/2004, ΕλΔνη 2005. 578).
Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 608 ΑΚ, «η μίσθωση που συνομολογήθηκε για ορισμένο χρόνο λήγει μόλις περάσει αυτός ο χρόνος, χωρίς να απαιτείται τίποτε άλλο. Η μίσθωση αόριστης διάρκειας λήγει με καταγγελία του καθενός από τους συμβαλλομένους». Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 611 ΑΚ, «η μίσθωση που συνομολογήθηκε για ορισμένο χρόνο λογίζεται ότι ανανεώθηκε για αόριστο χρόνο, αν μετά την παρέλευση του χρόνου που συμφωνήθηκε ο μισθωτής εξακολουθήσει να χρησιμοποιεί το μίσθιο και ο εκμισθωτής το γνωρίζει και δεν εναντιώνεται». Εκ της προπαρατεθείσας νομοθετικής διάταξης προκύπτει ότι η σιωπηρή αναμίσθωση προϋποθέτει: α) μίσθωση ορισμένου χρόνου, β) πάροδο του χρόνου διάρκειας, γ) εξακολούθηση της χρήσης από το μισθωτή για χρόνο ικανό κατά την καλή πίστη, δ) να μην εναντιώθηκε ο εκμισθωτής, ε) να μην προβλέπει διαφορετικά η σύμβαση και στ) να μην αποκλείεται από το νόμο η αναμίσθωση [βλ. Σύντομη Ερμηνεία Αστικού Κώδικα (ΣΕΑΚ), τόμος I, Αθήνα 2010, άρθρο 611, αριθ. 7-8, σελ. 1174]. Τέλος, στη διάταξη του άρθρου 601 ΑΚ ορίζεται ότι: «ο μισθωτής, για όσο χρόνο παρακρατεί το μίσθιο μετά τη λήξη της μίσθωσης, οφείλει ως αποζημίωση το συμφωνημένο μίσθωμα, χωρίς αυτό να αποκλείει δικαίωμα του εκμισθωτή να απαιτήσει και άλλη περαιτέρω ζημία». Κατά τη διάταξη αυτή, προϋποθέσεις για απαίτηση του συμφωνημένου μισθώματος, ως αποζημίωσης χρήσης, είναι η λήξη της μίσθωσης και η μετά ταύτα παράνομη παρακράτηση του μισθίου από τον μισθωτή, χωρίς να ερευνάται αν ο εκμισθωτής υπέστη ζημία από την καθυστέρηση της απόδοσης (βλ. ΑΠ 62/2014, ΝΟΜΟΣ). 
Άλλωστε, από τη διάταξη του άρθρου 601 ΑΚ προκύπτει ότι η αποζημίωση χρήσης (κατ' αποκοπή), την οποία οφείλει ο μισθωτής, μετά τη λήξη της μίσθωσης, με την επέλευση των αποτελεσμάτων της καταγγελίας, για οποιονδήποτε προβλεπόμενο στον ΑΚ λόγο, όπως είναι και η καθυστέρηση καταβολής του μισθώματος, η ιδιόχρηση κ.λττ., για όσο χρόνο παρακρατεί το μίσθιο, δεν έχει το χαρακτήρα μισθώματος, ανέρχεται δε στο ποσό του, κατά το χρόνο της λήξης της μίσθωσης καταβαλλόμενου μισθώματος και καθίσταται τοκοφόρα από τότε που ο μισθωτής περιήλθε σε υπερημερία (345 ΑΚ) (βλ. ΑΠ 1248/2001, ΕλΔνη 2002. 145, ΑΠ 372/2001, ΕλΔνη 2002. 143, ΕφΛαρ 581/2002, ΝΟΜΟΣ). Σημειωτέον, άλλωστε, ότι δεν υφίσταται δήλη ημέρα για την καταβολή της, ώστε να οφείλεται τόκος υπερημερίας με την παρέλευση της (ΑΠ 565/1996, ΕλΔνη 1997. 106, ΕφΑΘ 7483/2000, ΕλΔνη2001. 225) και, επομένως, νόμιμος τόκος οφείλεται από  την επίδοση της αγωγής ή άλλη όχληση (βλ. ΣΕΑΚ, ό.π., άρθρο 601, αριθ. 6-7, σελ. 1162)…»





Στεφανία Σουλή
Δικηγόρος- Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια 

http://www.stefaniasouli.gr/prophil/ 

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Είσοδος σκύλου σε αυτοκινητόδρομο και πρόκληση τροχαίου ατυχήματος. Ποιος φέρει ευθύνη για αποζημίωση.

Παρατίθεται κατωτέρω απόσπασμα της υπ.αρ. 75/2016 απόφασης του Ειρηνοδικείου Λαρίσης, δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ.  "… Με το περιεχόμενο αυτό η αγωγή, παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο αυτό, το οποίο είναι αρμόδιο καθ` ύλη και κατά τόπο αρθρ. 14 παρ. 1, 22 Κ.Πολ.Δ.), κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία και η οποία είναι ορισμένη, (αρθρ. 11 παρ. 2, 118 αρ. 4 και 216 ΚΠολΔ), περιέχουσα τα κατά νόμο στοιχεία για τον προσδιορισμό του είδους και του ύψους των αιτημάτων της, απορριπτομένου κάθε περί αντιθέτου ισχυρισμού της εναγομένης. Επίσης, απορριπτέα τυγχάνει η ένσταση έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης της εναγομένης στην άσκηση της κρινόμενης αγωγής και συνακολούθως και η ένσταση αναρμοδιότητας του παρόντος Δικαστηρίου, με τον ισχυρισμό ότι υπόχρεος προς αποζημίωση του ενάγοντος είναι ο Δήμος Κ., εντός των ορίων του οποίου έλαβε χώρα το επίδικο ατύχημα, αφού ο τελευταίος είναι υπόχρεος για την περισυλλογή και απομάκρυνση αδέσποτων ζώων

Καταγγελία μίσθωσης κατοικίας για σπουδαίο λόγο

Παρατίθεται κατωτέρω απόσπασμα της υπ.αρ. 1030/2015 απόφασης του Αρείου Πάγου, δημοσιευμένης στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ.  «… Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 281, 288, 588, 672, 752 και 766 του Α.Κ., συνάγεται η γενική αρχή του δικαίου, κατά την οποία επιτρέπεται σε κάθε περίπτωση να καταγγελθεί μία διαρκής έννομη σχέση, όπως είναι και η   μίσθωση κατοικίας, για σπουδαίο λόγο. Ως σπουδαίος λόγος θεωρείται κάθε περιστατικό που, κατά την καλή πίστη σε συνδυασμό με το σύνολο των περιστάσεων που συντρέχουν στη συγκεκριμένη περίπτωση, συντελεί ώστε να μην είναι πλέον ανεκτή η διατήρηση της ενοχικής σχέσης έως τον χρόνο της λήξης της. Μη ανεκτή είναι η συνέχισή της και όταν, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, γίνεται υπέρμετρα δυσβάστακτη είτε για τα δύο μέρη είτε για το ένα μόνο από αυτά, όπως συμβαίνει σε περίπτωση που επήλθε ουσιώδης μεταβολή των προσωπικών ή περιουσιακών σχέσεων αμφοτέρων των μερών ή του ενός μέρους, ανεξαρτήτως της συνδρομής ή

Έννοια κατοικίας. Επίδοση διαταγής πληρωμής σε μη νόμιμη διεύθυνση

Παρατίθεται κατωτέρω απόσπασμα της υπ.αρ. 298/2012 απόφασης του Εφετείου Πειραιά, δημοσιευμένη στην τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ. «… Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 51 ΑΚ, με την οποία ορίζεται ότι, «το πρόσωπο έχει κατοικία τον τόπο της κυρίας και μόνιμης εγκατάστασης του. Κανένας δεν μπορεί να έχει συγχρόνως περισσότερες από μια κατοικίες. Για τις υποθέσεις που αναφέρονται στην άσκηση του επαγγέλματος λογίζεται ως ειδική κατοικία του προσώπου ο τόπος όπου ασκεί το επάγγελμά του  του», κατοικία είναι ο τόπος όπου το πρόσωπο έχει την κύρια και μόνιμη εγκατάσταση του, ο τόπος δηλαδή που έχει καταστεί, σύμφωνα με τη βούλησή του, το σταθερό κέντρο των βιοτικών του εν γένει σχέσεων και καθίσταται έτσι στοιχείο της εξατομίκευσης του (βλ. Γεωργιάδη - Σταθόπουλου Α.Κ 1ος τομ. σελ 87), διατηρείται δε αυτή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 52 ΑΚ, ωσότου αποκτηθεί νέα. Από την ουσιαστικού δικαίου πρώτη των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι η έννοια της κατοικίας είναι νομική και